Κι έτσι προσπάθησα πάλι να ξεφύγω
κύματα πέρασα και λύγισα
και γέμισα αφρούς
κι άρπαξα κλωνάρια απ’ τα φύκια να σωθώ
κι όλη η ζωή μου
ήρθε ανάποδα ξανά.
Περιπέτειες κι έρωτες και πάθη
γεμάτα πιθάρια κρασί,
(από κείνο το παλιό, το καλό, του γάμου του αρχαίου στην Κανά.
Κανείς δεν ήθελε εκεί να αποκαλυφθεί.)
γεμάτες κανάτες νερό
(πάντα προσμένω η κούπα να ξεχειλίσει από αίμα).
Προσμένω, ή φοβάμαι, ή ελπίζω.
Περιθώρια δεν έχω πια,
ως έκπτωτος άγγελος, ανόσιος, λερός και μιασμένος,
κινούμαι.
Κι απ’ όλα τα όνειρα, αυτό που στ’ αλήθεια ακόμα μου λείπει,
να ξυπνήσω, και να σε δω μ’ ανοιχτές τις φτερούγες
ο ύπνος γλυκά να σ’ ακουμπάει στο πλάι μου.
And so I tried once more to escape
I passed through waves and bent
and filled with foam
and grabbed branches from the seaweed to survive
and my whole life
came upside down again.
Adventures and loves and passions
full of amphorae of wine,
(from that old, good, ancient marriage in Cana.
No one there wanted to be revealed.)
full of water jugs
(I always wait for the cup to overflow with blood).
I wait, or I fear, or I hope.
I have no margins anymore,
as a fallen angel, unclean, dirty, and tainted,
I move.
And of all dreams, what truly still lacks,
to wake up, and see you with open wings,
sleep sweetly touching you by my side.
mx7taf5gqm|00008E9992D3|xanthie|articles|soma|B248DA03-539A-462D-A290-210E144EA84D