Once, maybe it was fine. But now, I`m tired.
Loads and rocks, everything hanging from my neck, scraping my skin, and from within, rebellion spills out. Or maybe it`s indifference.
Always on the line.
On a fabricated path.
I will dive into the black.
To make it swirl.
To stain its laziness.
And then I struggle.
I`m drowning, and I grasp at the seaweed.
Bubbles and hits to emerge into the light.
Always so far away.
No rope or hand to hold onto.
And who dares?
The night deep buried in the underground.
And the neighbors are silent.
Cockroaches and mice.
And the Great God
Whose enormous eye sees everywhere.
Through bricks, concrete,
Not even a blanket to cover myself.
LEAVE ME.
I don`t want them to see me.
My fate is mine.
The three sweet fat fairies forgot to deliver my fate to me.
Only the fourth one came,
Curses and spells she threw at me,
And magic clung to me.
With the strength of a prophet, I taste cool fiery chariots.
Κάποτε , ίσως να ήταν καλά . Μα τώρα κουράστηκα.
Φορτία και βράχοι , απ΄το λαιμό μου όλα κρέμονται, μου γδέρνουν το δέρμα κι από μέσα ξεχύνεται η επανάσταση . ή ίσως κι η αδιαφορία.
Πάντα σε γραμμή.
Σε πορεία φτιαχτή .
Θα βουτήξω στο μαύρο .
Να του κάνω κιλήδες.
Να λερώσω την τεμπελιά του.
Κι ύστερα παλεύω.
Πνίγομαι και πιάνομαι απ’ τα φύκια .
Φυσαλίδες και χτυπήματα να βγω στο φως.
Πάντα τόσο μακριά.
Κανένα σκοινί ή χέρι να πιαστώ.
Και ποιος τολμά?
Η νύχτα βαθιά χωμένη στα υπόγεια.
Κι οι γείτονες σιωπούν.
Κατσαρίδες και ποντίκια
Κι ο Μέγας Θεός
Που το τεράστιο μάτι του βλέπει παντού.
Μέσα από τούβλα, τσιμέντα,
Ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστείς.
ΑΣΕ ΜΕ.
Δε θέλω να με βλέπουν.
Η μοίρα μου είναι δική μου.
Με ξέχασαν οι τρεις γλυκές χοντρές νεράιδες να με μοιράνουν
Ήρθε μόνο η τέταρτη,
Κατάρες και ξόρκια μου ‘ριξε
Και πιάστηκαν τα μάγια πάνω μου.
Με δύναμη προφήτη να γεύομαι δροσερά πύρινα άρματα.
mx7taf5gqm|00008E9992D3|xanthie|articles|soma|6863CF49-9055-4D87-ABD7-344EE437DB70