Στον Άρχοντα ψηλά, προσφέρω καλάθι γεμάτο καρπούς
ανάμνηση γης, λάσπη και αίμα.
στον Αφέντη βαθιά, που έδεσε τα πόδια του με φύκια, νύχια και φτέρνες
ταπεινά δωρίζω φιλί, πνοή Θεού, μια ανάσα.
Μαγικά φανάρια και καμπάνες σιδερένιες βαριές
Το δρόμο του Ενός ετοιμάζουν
Σκάβουν, πλάθουν, γεύονται
ξωτικά του ύπνου,
προπομπός νοθευμένης επανάληψης.
Τα πάντα στη Δημιουργία αποδίδονται.
Μα δώς μου λίγο το Χέρι σου ν΄ αγγίξω
Να φιλήσω στα Μάτια σου το φως
Κουλουριασμένη να χωρέσω ξανά στην Παλάμη σου
Τα Δάχτυλά σου Κάγκελα,
από κει να μην ξεφεύγω.
Ασφαλής,
To the High Lord, I offer a basket full of fruits,
a memory of earth, mud, and blood.
To the Master deep, who bound his feet with seaweed, nails, and heels,
humbly, I present a kiss, the breath of God, a breath.
Magical lanterns and heavy iron bells,
prepare the path of the One.
They dig, shape, taste
the creatures of sleep,
heralds of a corrupted repetition.
Everything is attributed to Creation.
But let me touch your Hand for a moment,
to kiss the light in your Eyes,
to curl up again in your Palm,
Your Fingers, Ribs,
from there, not to escape.
Secure.
mx7taf5gqm|00008E9992D3|xanthie|articles|soma|E1003552-FB16-4C84-BFBE-A138206ADC22